- καυσαέριο
- τοτο σύνολο τών αερίων και τών αιωρούμενων σωματιδίων που είναι προϊόντα τής καύσης πετρελαίου, βενζίνης και άλλων καυσίμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ- τού ρ. καίω (πρβλ. καύσ-η, ε-καυσ-α) + αέριο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
Ινιάρο, Λούις — (Louis Ignarro, Νέα Υόρκη 1941 –). Αμερικανός φαρμακολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στη Μινεάπολη των ΗΠΑ. Mαζί με διακεκριμένους … Dictionary of Greek
δύσπνοια — η 1. δυσκολία στην αναπνοή. 2. (ιατρ.), πάθηση κατά την οποία η αναπνοή γίνεται γρήγορη και κουραστική: Μ’ έπιασε δύσπνοια από το καυσαέριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)